Περιηγηθείτε χρονολογικά στις σημαντικότερες μουσικές στιγμές της ιστορίας της Κρήτης, έτσι όπως αυτές εντοπίζονται και παρουσιάζονται μέσα από το Αρχείο του Γιώργου Αμαργιανάκη.
Η πιο σκοτεινή περίοδος από άποψη πληροφοριών γύρω από τη μουσική είναι εκείνη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως και το 1923, κατά την οποία ο χριστιανικός πληθυσμός συνυπάρχει με τον αντίστοιχο οθωμανικό.
Έχουμε πολλές, συγκροτημένες και αξιόπιστες μαρτυρίες για τη μουσική δραστηριότητα των Τουρκοκρητικών και των λοιπών Οθωμανών στην Κρήτη ως το 1923 που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών (ενδεικτικά Θοδωρής Ρηγηνιώτης, «Η συμβολή των Τουρκοκρητικών στην Κρητική μουσική παράδοση, εφ. Ρέθεμνος, 15 Μαρτίου 2013) οπότε είναι αδύνατο να πιστέψουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν χρησιμοποιούσαν τη μουσική στα γλέντια ή την καθημερινότητά τους ή ότι οι δυο κοινότητες, χριστιανική και μουσουλμανική, ήταν τόσο απόλυτα περιχαρακωμένες που τα μέλη της μιας δεν μπορούσαν να γευτούν τα ακούσματα της άλλης. Σε αντίθεση με τις φιλολογικές μαρτυρίες για τη συνύπαρξη αυτή όμως, τα μουσικά δείγματα είναι ελάχιστα. Μνημειώδες έργο για την περίοδο αυτή παραμένει η συλλογή του Παύλου Βλαστού που βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, η πρώτη καθαρά μουσικολογική συλλογή δημοτικών τραγουδιών της Κρήτης.
Τα αστικά τραγούδια της Κρήτης
Γιώργος Αμαργιαννάκης και Αντώνιος Βογιατζάκης ή Βογιατζής (ομιλητές)
Aπό τις αρχές του 20ού αιώνα, με την εφεύρεση του γραμμοφώνου, πραγματοποιείται καταγραφή και της κρητικής μουσικής σε Ελλάδα και Αμερική. Ηχογραφήσεις κρητικής μουσικής έγιναν από μουσικούς του Αποκόρωνα και πιο συγκεκριμένα η πρώτη χρονολογείται το 1907 στην Αθήνα από τον Ιωάννη Καραβανάκη και την δισκογραφική εταιρεία «Απόλλων», η οποία είχε έδρα το Λονδίνο και είχε ιδρυθεί από τον Ελληνο-Άγγλο Κωνσταντίνο Craies. Το 1911 το Ωδείο Αθηνών, αξιοποιώντας τη νέα εφεύρεση, οργανώνει ερευνητική αποστολή στο χωριό Λάκκοι των Λευκών Ορέων, η οποία προχωρεί και σε ηχογραφήσεις. Ο Χαρίλαος Πιπεράκης (1894-1978), που πήγε στην Αμερική στις αρχές του αιώνα, έκανε τις πρώτες του ηχογραφήσεις κρητικής μουσικής έχοντας συμπληρώσει τουλάχιστον μια δεκαετία ενεργούς και πλούσιας δράσης ως μουσικός εκεί.
Στα 1926 ιδρύει τη δική του δισκογραφική εταιρεία Φάρος και κυκλοφορεί 14 τραγούδια, εκ των οποίων πέντε παραδοσιακά ρεμπέτικα και εννέα κρητικά. Με το τέλος του πολέμου εμφανίζεται μια γενιά λυράρηδων που έγιναν γνωστοί στην Ελλάδα κυρίως μέσα από τη δισκογραφία (Αλέκος Καραβίτης, Θανάσης Σκορδαλός, Κώστας Μουντάκης, Σπύρος Σηφογιωργάκης, Νίκος Ξυλούρης). Η δισκογραφία επιτελεί μια λειτουργία ακριβώς αντίθετη από αυτήν που θα ήθελαν οι εμπνευστές του αρχείου: καθιερώνουν πρότυπα, επιβάλουν κεντρικό ύφος παιξίματος και τραγουδιού, το οποίο σύντομα όλοι υιοθετούν ή καλούνται να μιμηθούν. Με τον τρόπο αυτό, οι εξελίξεις, που στην παραδοσιακή μουσική κάθε κοινότητας έχουν κατά κανόνα πολύ αργό ρυθμό, επιταχύνονται και το τραγούδι χάνει τον φυσικό του τρόπο ζύμωσης και διαμόρφωσης. Από την άλλη όμως απομονωμένοι μέχρι τότε μουσικοί έχουν ξαφνικά τη δυνατότητα να ανδρωθούν μουσικά μέσα από πλούσια ερεθίσματα και γόνιμο διάλογο με ομότεχνούς τους, τον οποίο τους προσφέρει η δισκογραφία.
Κοντυλιές ανατολικής Κρήτης
Αλέκος Καραβίτης (λύρα, τραγούδι), Μαρία Καραβίτη και Υακίνθη Καραβίτη (τραγούδι χορωδία)
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τουρκοκρητικοί φεύγουν από την Κρήτη και έλληνες πρόσφυγες μαζί με Αρμένιους από την Μικρά Ασία έρχονται και εγκαθίστανται στο νησί.
Φέρνουν μαζί τους τα ήθη, τα έθιμα, τον πολιτισμό και τη μουσική τους. Οι επιρροές τους είναι έντονες στην κρητική παράδοση. με την τοπική μουσική θα δώσουν καινούρια ακούσματα που θα γονιμοποιήσουν το αστικό λαϊκό τραγούδι της Κρήτης, σημαντικός εκπρόσωπος του οποίου θεωρείται ο Ρεθυμνιώτης Στέλιος Φουσταλιεράκης ή Φουσταλιέρης. Η μεσοπολεμική περίοδος θα τοποθετήσει σταδιακά πλάι στα κρητικά ακούσματα και τους ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς χορούς του συρμού της εποχής: βαλς, ταγκό, φοξ. Παρόλο που η τάση δεν καταγράφηκε στη δισκογραφία, πολλοί κρητικοί οργανοπαίχτες θα υιοθετήσουν πλάι στο παραδοσιακό και το νέο άκουσμα, το οποίο ελκύει πολύ τους νεαρούς χορευτές, καθώς αλλάζει άρδην τα ήθη της διασκέδασης της γνωριμίας μεταξύ των φύλων και της εξεύρεσης ερωτικού συντρόφου.
Σταφιδιανός σκοπός, Κι ότι χαρά έχει ο κοτσυφός
Αντώνης Βογιατζής ή Μπογιατζής (μπουλγαρί, τραγούδι)
Συμπληρωματικά με την δισκογραφία αρχίζει να λειτουργεί ως εργαλείο για τη διάδοση της παραδοσιακής μουσικής της Κρήτης κυρίως μεταπολεμικά και η Ραδιοφωνία.
Το 1951 ο Κώστας Μουντάκης και ο Θανάσης Σκορδαλός πήγαν στο ΕΙΡ για να δώσουν εξετάσεις, ώστε να τους δοθεί το δικαίωμα να παίξουν λύρα και να τραγουδήσουν στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, σε μια προσπάθεια προώθησης της παραδοσιακής μουσικής. Η επιτροπή που περιλάμβανε μεγάλα ονόματα στον χώρο της τέχνης όπως ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Σίμων Καράς, ο Μάριος Βάρβογλης και ο -παλαιότερα διώκτης της παραδοσιακής μουσικής- Ιωάννης Ψαρούδας, έκρινε ικανούς και τους δύο. Ωστόσο, για την ώρα μπορούμε να επιβεβαιώσουμε μόνο τις εκπομπές που έκανε ο Μουντάκης για την κρητική μουσική, μαζί με τον Βυζιργιάννη στο λαούτο, στο πρόγραμμα του Σίμωνα Καρά.
Συρτός / Ρόδο μου εκατοντάφυλλο
Σπύρος Σηφογιωργάκης (λύρα, τραγούδι), Γιάννης Μαρκογιαννάκης (λαούτο), αταυτοποίητος μουσικός (κιθάρα)
Η σταδιακή επανεκτίμηση της αξίας της παραδοσιακής μουσικής γενικά και της Κρήτης ειδικότερα που παρατηρείται κατά τη Μεταπολίτευση φέρνει εξελίξεις και στον τρόπο εκμάθησης του βασικού οργάνου, της λύρας.
Ο Κώστας Μουντάκης ξεκίνησε τη διδασκαλία της κρητικής λύρας με την ίδρυση σχολών στις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, όπως το Ηράκλειο στο «Ωδείο Απόλλων», (1979), το Ρέθυμνο (1980), τα Χανιά (1981) και ο Άγιος Νικόλαος (1983). Ο Μουντάκης διαμόρφωσε μάλιστα ένα σύστημα διδασκαλίας του οργάνου που προσπαθούσε να σεβαστεί τις ιδιαιτερότητες των μαθητών που δεν διέθεταν εξοικείωση με την δυτική μουσική.
Ερωτόκριτος, οργανικό
Μαθητές λύρας Πασπαράκη / Μουντάκη (λύρες)
Στα 1982 ο τοπικός τύπος χαιρετίζει σαν γεγονός εξαιρετικής σημασίας την ίδρυση της πρώτης πανεπιστημιακής έδρας Μουσικολογίας στην Ελλάδα, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ένα από τα κύρια μελήματα της Διοικούσης Επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης, και ιδιαίτερα του προέδρου της, Γρηγόρη Σηφάκη, ήταν το ξεκίνημα συστηματικής μουσικολογικής έρευνας στο Πανεπιστήμιο. Υπήρχε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο μελέτης της κρητικής μουσικής και το οποίο περιλάμβανε αρχικά συνάντηση Κρητών καλλιτεχνών (πραγματοποιήθηκε στις 8 Μαΐου 1982).
Από αυτήν θα προέκυπτε, μέσω ηχογραφήσεων που θα ακολουθούσαν τις δυο επόμενες μέρες, το πρώτο μουσικολογικό υλικό–βάση ενός αρχείου για τη μελέτη και διάσωση της κρητικής μουσικής. Οι ηχογραφήσεις αυτές έγιναν πράγματι και οι 50 πρώτες που πραγματοποιήθηκαν στο κομβικό εκείνο τριήμερο βρίσκονται στο αρχείο που έχετε στη διάθεσή σας σήμερα (βλ. ενδεικτικά aga_Tape_T001 έως aga_Tape_T013, aga_Tape_T301 έως aga_Tape_T318 και aga_Tape_T418). Το Αρχείο θα λειτουργούσε επίσης ως μουσείο και Κέντρο Έρευνας της μουσικής με επιμέρους τομείς. Ως προς την συγκέντρωση του υλικού, θα αναζητούσαν ηχογραφημένο υλικό σε ταινίες ή σε δίσκους που προέρχεται από καλλιτέχνες που δεν βρίσκονταν εν ζωή και θα γινόταν προσπάθεια ηχογράφησης όλων των καλλιτεχνών που ζούσαν τότε στην Κρήτη. Παράλληλα θα αναζητούσαν βιβλία ή περιοδικά με μουσική καταγεγραμμένη στο πεντάγραμμο ή στη βυζαντινή σημειογραφία, και άλλες πληροφορίες σε σχέση με τη μουσική της Κρήτης. Τέλος, θα συγκεντρώνονταν μουσικά όργανα ή προσωπικά αντικείμενα, των καλλιτεχνών με προοπτική να γίνει ένα μουσείο λαϊκών οργάνων. Το δεύτερο σκέλος του μεγαλόπνοου σχεδίου φαίνεται ότι δεν υλοποιήθηκε. Από την τελευταία εκείνη προσπάθεια και μετά η παραδοσιακή μουσική της Κρήτης άλλαξε εντυπωσιακά χαρακτήρα, ύφος αριθμό και είδος οργάνων στην κλασική σύνθεση της παραδοσιακής ζυγιάς κλπ, στοιχεία που θα πρέπει να αποτελέσουν υλικό για τον ερευνητή του μέλλοντος.
Κεφαλιανός συρτός / Άμετε φέρετε μυρθιές
Γεώργιος Χατζιδάκης (λύρα), Νίκος Μανιάς (λαούτο, τραγούδι)
Η πιο σκοτεινή περίοδος από άποψη πληροφοριών γύρω από τη μουσική είναι εκείνη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως και το 1923, κατά την οποία ο χριστιανικός πληθυσμός συνυπάρχει με τον αντίστοιχο οθωμανικό.
Έχουμε πολλές, συγκροτημένες και αξιόπιστες μαρτυρίες για τη μουσική δραστηριότητα των Τουρκοκρητικών και των λοιπών Οθωμανών στην Κρήτη ως το 1923 που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών (ενδεικτικά Θοδωρής Ρηγηνιώτης, «Η συμβολή των Τουρκοκρητικών στην Κρητική μουσική παράδοση, εφ. Ρέθεμνος, 15 Μαρτίου 2013) οπότε είναι αδύνατο να πιστέψουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν χρησιμοποιούσαν τη μουσική στα γλέντια ή την καθημερινότητά τους ή ότι οι δυο κοινότητες, χριστιανική και μουσουλμανική, ήταν τόσο απόλυτα περιχαρακωμένες που τα μέλη της μιας δεν μπορούσαν να γευτούν τα ακούσματα της άλλης. Σε αντίθεση με τις φιλολογικές μαρτυρίες για τη συνύπαρξη αυτή όμως, τα μουσικά δείγματα είναι ελάχιστα. Μνημειώδες έργο για την περίοδο αυτή παραμένει η συλλογή του Παύλου Βλαστού που βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, η πρώτη καθαρά μουσικολογική συλλογή δημοτικών τραγουδιών της Κρήτης.
Τα αστικά τραγούδια της Κρήτης
Aπό τις αρχές του 20ού αιώνα, με την εφεύρεση του γραμμοφώνου, πραγματοποιείται καταγραφή και της κρητικής μουσικής σε Ελλάδα και Αμερική. Ηχογραφήσεις κρητικής μουσικής έγιναν από μουσικούς του Αποκόρωνα και πιο συγκεκριμένα η πρώτη χρονολογείται το 1907 στην Αθήνα από τον Ιωάννη Καραβανάκη και την δισκογραφική εταιρεία «Απόλλων», η οποία είχε έδρα το Λονδίνο και είχε ιδρυθεί από τον Ελληνο-Άγγλο Κωνσταντίνο Craies. Το 1911 το Ωδείο Αθηνών, αξιοποιώντας τη νέα εφεύρεση, οργανώνει ερευνητική αποστολή στο χωριό Λάκκοι των Λευκών Ορέων, η οποία προχωρεί και σε ηχογραφήσεις. Ο Χαρίλαος Πιπεράκης (1894-1978), που πήγε στην Αμερική στις αρχές του αιώνα, έκανε τις πρώτες του ηχογραφήσεις κρητικής μουσικής έχοντας συμπληρώσει τουλάχιστον μια δεκαετία ενεργούς και πλούσιας δράσης ως μουσικός εκεί.
Στα 1926 ιδρύει τη δική του δισκογραφική εταιρεία Φάρος και κυκλοφορεί 14 τραγούδια, εκ των οποίων πέντε παραδοσιακά ρεμπέτικα και εννέα κρητικά. Με το τέλος του πολέμου εμφανίζεται μια γενιά λυράρηδων που έγιναν γνωστοί στην Ελλάδα κυρίως μέσα από τη δισκογραφία (Αλέκος Καραβίτης, Θανάσης Σκορδαλός, Κώστας Μουντάκης, Σπύρος Σηφογιωργάκης, Νίκος Ξυλούρης). Η δισκογραφία επιτελεί μια λειτουργία ακριβώς αντίθετη από αυτήν που θα ήθελαν οι εμπνευστές του αρχείου: καθιερώνουν πρότυπα, επιβάλουν κεντρικό ύφος παιξίματος και τραγουδιού, το οποίο σύντομα όλοι υιοθετούν ή καλούνται να μιμηθούν. Με τον τρόπο αυτό, οι εξελίξεις, που στην παραδοσιακή μουσική κάθε κοινότητας έχουν κατά κανόνα πολύ αργό ρυθμό, επιταχύνονται και το τραγούδι χάνει τον φυσικό του τρόπο ζύμωσης και διαμόρφωσης. Από την άλλη όμως απομονωμένοι μέχρι τότε μουσικοί έχουν ξαφνικά τη δυνατότητα να ανδρωθούν μουσικά μέσα από πλούσια ερεθίσματα και γόνιμο διάλογο με ομότεχνούς τους, τον οποίο τους προσφέρει η δισκογραφία.
Κοντυλιές ανατολικής Κρήτης
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τουρκοκρητικοί φεύγουν από την Κρήτη και έλληνες πρόσφυγες μαζί με Αρμένιους από την Μικρά Ασία έρχονται και εγκαθίστανται στο νησί.
Φέρνουν μαζί τους τα ήθη, τα έθιμα, τον πολιτισμό και τη μουσική τους. Οι επιρροές τους είναι έντονες στην κρητική παράδοση. με την τοπική μουσική θα δώσουν καινούρια ακούσματα που θα γονιμοποιήσουν το αστικό λαϊκό τραγούδι της Κρήτης, σημαντικός εκπρόσωπος του οποίου θεωρείται ο Ρεθυμνιώτης Στέλιος Φουσταλιεράκης ή Φουσταλιέρης. Η μεσοπολεμική περίοδος θα τοποθετήσει σταδιακά πλάι στα κρητικά ακούσματα και τους ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς χορούς του συρμού της εποχής: βαλς, ταγκό, φοξ. Παρόλο που η τάση δεν καταγράφηκε στη δισκογραφία, πολλοί κρητικοί οργανοπαίχτες θα υιοθετήσουν πλάι στο παραδοσιακό και το νέο άκουσμα, το οποίο ελκύει πολύ τους νεαρούς χορευτές, καθώς αλλάζει άρδην τα ήθη της διασκέδασης της γνωριμίας μεταξύ των φύλων και της εξεύρεσης ερωτικού συντρόφου.
Σταφιδιανός σκοπός, Κι ότι χαρά έχει ο κοτσυφός
Συμπληρωματικά με την δισκογραφία αρχίζει να λειτουργεί ως εργαλείο για τη διάδοση της παραδοσιακής μουσικής της Κρήτης κυρίως μεταπολεμικά και η Ραδιοφωνία.
Το 1951 ο Κώστας Μουντάκης και ο Θανάσης Σκορδαλός πήγαν στο ΕΙΡ για να δώσουν εξετάσεις, ώστε να τους δοθεί το δικαίωμα να παίξουν λύρα και να τραγουδήσουν στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, σε μια προσπάθεια προώθησης της παραδοσιακής μουσικής. Η επιτροπή που περιλάμβανε μεγάλα ονόματα στον χώρο της τέχνης όπως ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Σίμων Καράς, ο Μάριος Βάρβογλης και ο -παλαιότερα διώκτης της παραδοσιακής μουσικής- Ιωάννης Ψαρούδας, έκρινε ικανούς και τους δύο. Ωστόσο, για την ώρα μπορούμε να επιβεβαιώσουμε μόνο τις εκπομπές που έκανε ο Μουντάκης για την κρητική μουσική, μαζί με τον Βυζιργιάννη στο λαούτο, στο πρόγραμμα του Σίμωνα Καρά.
Η σταδιακή επανεκτίμηση της αξίας της παραδοσιακής μουσικής γενικά και της Κρήτης ειδικότερα που παρατηρείται κατά τη Μεταπολίτευση φέρνει εξελίξεις και στον τρόπο εκμάθησης του βασικού οργάνου, της λύρας.
Ο Κώστας Μουντάκης ξεκίνησε τη διδασκαλία της κρητικής λύρας με την ίδρυση σχολών στις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, όπως το Ηράκλειο στο «Ωδείο Απόλλων», (1979), το Ρέθυμνο (1980), τα Χανιά (1981) και ο Άγιος Νικόλαος (1983). Ο Μουντάκης διαμόρφωσε μάλιστα ένα σύστημα διδασκαλίας του οργάνου που προσπαθούσε να σεβαστεί τις ιδιαιτερότητες των μαθητών που δεν διέθεταν εξοικείωση με την δυτική μουσική.
Ερωτόκριτος, οργανικό
Στα 1982 ο τοπικός τύπος χαιρετίζει σαν γεγονός εξαιρετικής σημασίας την ίδρυση της πρώτης πανεπιστημιακής έδρας Μουσικολογίας στην Ελλάδα, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ένα από τα κύρια μελήματα της Διοικούσης Επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης, και ιδιαίτερα του προέδρου της, Γρηγόρη Σηφάκη, ήταν το ξεκίνημα συστηματικής μουσικολογικής έρευνας στο Πανεπιστήμιο. Υπήρχε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο μελέτης της κρητικής μουσικής και το οποίο περιλάμβανε αρχικά συνάντηση Κρητών καλλιτεχνών (πραγματοποιήθηκε στις 8 Μαΐου 1982).
Από αυτήν θα προέκυπτε, μέσω ηχογραφήσεων που θα ακολουθούσαν τις δυο επόμενες μέρες, το πρώτο μουσικολογικό υλικό–βάση ενός αρχείου για τη μελέτη και διάσωση της κρητικής μουσικής. Οι ηχογραφήσεις αυτές έγιναν πράγματι και οι 50 πρώτες που πραγματοποιήθηκαν στο κομβικό εκείνο τριήμερο βρίσκονται στο αρχείο που έχετε στη διάθεσή σας σήμερα (βλ. ενδεικτικά aga_Tape_T001 έως aga_Tape_T013, aga_Tape_T301 έως aga_Tape_T318 και aga_Tape_T418). Το Αρχείο θα λειτουργούσε επίσης ως μουσείο και Κέντρο Έρευνας της μουσικής με επιμέρους τομείς. Ως προς την συγκέντρωση του υλικού, θα αναζητούσαν ηχογραφημένο υλικό σε ταινίες ή σε δίσκους που προέρχεται από καλλιτέχνες που δεν βρίσκονταν εν ζωή και θα γινόταν προσπάθεια ηχογράφησης όλων των καλλιτεχνών που ζούσαν τότε στην Κρήτη. Παράλληλα θα αναζητούσαν βιβλία ή περιοδικά με μουσική καταγεγραμμένη στο πεντάγραμμο ή στη βυζαντινή σημειογραφία, και άλλες πληροφορίες σε σχέση με τη μουσική της Κρήτης. Τέλος, θα συγκεντρώνονταν μουσικά όργανα ή προσωπικά αντικείμενα, των καλλιτεχνών με προοπτική να γίνει ένα μουσείο λαϊκών οργάνων. Το δεύτερο σκέλος του μεγαλόπνοου σχεδίου φαίνεται ότι δεν υλοποιήθηκε. Από την τελευταία εκείνη προσπάθεια και μετά η παραδοσιακή μουσική της Κρήτης άλλαξε εντυπωσιακά χαρακτήρα, ύφος αριθμό και είδος οργάνων στην κλασική σύνθεση της παραδοσιακής ζυγιάς κλπ, στοιχεία που θα πρέπει να αποτελέσουν υλικό για τον ερευνητή του μέλλοντος.
Kατεβάστε την εφαρμογή AR
Πανεπιστήμιο Κρήτης
Εργαστήριο Θεάτρου Κινηματογράφου Μουσικής
Επιστημονικός υπεύθυνος: Εμ. Σειραγάκης
ΚΕΜΕ, Πανεπιστημιούπολη Γάλλου
74100 Ρέθυμνο, Τηλ.: 2831077310
metapoltheater@gmail.com