Συνέντευξη

Γιώργος Αμαργιανάκης, Παντελής Μπαριταντωνάκης

ΣΤΟΙΧΕΙα τεκμηριου

ΤΙΤΛΟΣ:

Συνέντευξη

Αναγν. Κωδικοσ:

aga_tape_T024_06

Ημερομηνία:

3 Ιουνίου 1986

ΔΙΑΡΚΕΙΑ:

05’35”

ΤΟΠΟΣ:

Στούντιο ηχογραφήσεων Πανεπιστημίου Κρήτης

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ:

Κρητική παραδοσιακή μουσική

ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Γιώργος Αμαργιανάκης, Παντελής Μπαριταντωνάκης

ΓΛΩΣΣΑ:

Ελληνικά

ΑΔΕΙΑ:

cc

ΤΥΠΟΣ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

ΤΑΡΕ

ΘΕΣΗ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

Εργαστήριο ΘΕΚΙΜΣ

ΤΥΠΟΣ:

Ηχογράφηση

Απομαγνητοφώνηση:

– Γιώργος Αμαργιανάκης: Συνήθως σε ποιές περιπτώσεις σε καλούσανε να παίξεις; Πού σε καλούσαν να παίξεις, εκτός από  γάμους, σε βαφτίσεις… σε ποιες περιπτώσεις;

– Παντελής Μπαριταντωνάκης: Τότε γινότανε μόνο πανηγύρια…

– Γ. Α.: Σε πανηγύρια.

– Π. Μ.: Εορτάζανε φερειπείν στο Σχοινιά τ’ Αγι’ Αντωνιού και τον Παντελή θα καλέσομε απ’ την Ανατολή, εγώ θα καλέσω τον Παντελή, λέει ο άλλος εφρόντιζε να καλέσει. Αφού με καλέσανε εμένα, εφρόντιζε να καλέσει κι άλλος έναν καλό να πούμε έναν αυτό… αυτή ήκανε δουλειά.

– Γ. Α.: Δηλαδή σε γάμους, σε βαφτίσεις, σε πανηγύρια. Υπήρχαν άλλες περιπτώσεις που σε καλούσανε;

– Π. Μ.: Σε χοροεσπερίδες.

– Γ. Α.: Χοροεσπερίδες…

– Π. Μ.: Χοροεσπερίδες στη Γεράπετρο. Γεράπετρο έχω κάνει χοροεσπερίδες πολλές εγώ, πάρα πολλές.

– Γ. Α.: Και δε μου λες, όταν πήγαινες τώρα σε αυτές.. στα πανηγύρια ή στους γάμους κλπ πώς συμφωνούσατε την αμοιβή σου, δηλαδή με ποιο τρόπο σε πλήρωναν;

– Π. Μ.: Ε τότε όπου ’θελα τσι πιάσεις κι όπου ’ θελα σε πιάσουν … αν τως επείς να πούμε τότε εγώ θέλω σε μια χοροεσπερίδα για να ’ρθω 300 δραχμές…  ε, μα πολύ είναι ξέρω ’γω 200 δραχμές θα σου δώσωμε.

– Γ. Α.: Δηλαδή σε πλήρωναν πάντοτε σε λεφτά;

– Π. Μ.: Φτώχεια! Οικονομική αυτή…

– Γ. Α.: Σου έδιναν λεφτά πάντοτε ή σου έδιναν ας πούμε σε είδος;

– Π. Μ.: Όχι, όχι. Λεφτά. Ύστερα στη κατοχή μέσα πού να βρεις να σου δώσουνε είδος;

– Γ. Α.: Και δε μου λες, την ώρα του πανηγυριού ή του γλεντιού, έβαζαν λεφτά; Σου έδιναν λεφτά; Την ώρα του γλεντιού;

– Π. Μ.: Πώς! Πετούσανε. Αναλόγως την περιφέρεια. Στη Πεδιάδα όντε ’θαλα πάμε, στην Έμπαρο, στο Ξενιάκο, στο Μηλιαράδο, στ’ Αποστόλους… πιάναμε λεφτά καλά.

– Γ. Α.: Και δε μου λες, τα λεφτά αυτά που δίνανε την ώρα του γλεντιού, γιατί τα δίνανε;

– Π. Μ.: Επειδή ενθουσιάζουντανε… πιάνοντανε, χορεύανε, ενθουσιάζουντανε και πέτουνε 10, 20, 30 δραχμές.

– Γ. Α.: Δεν έδινε λεφτά ας πούμε για να κάνει ένα χορό με τους δικούς του;

– Π. Μ.: Ε βέβαια, για αυτό ακριβώς το λόγο πληρώνανε.

– Γ. Α.: Ήταν παραγγελιά ας πούμε αυτό;

– Π. Μ.: Ε βέβαια.

– Γ. Α.: Έρχότανε και σου ’λεγε παίξε μου ένα…

– Π. Μ.: Παίξε μου ένα πηδηχτό, να πληρώσει, παίξε μου ένα χανιώτικο, παίξε ένα τανγκό, παίξε ένα βαλς, πληρώνανε.

– Γ. Α.: Και πλήρωνε…

– Π. Μ.: Ναι βέβαια, παραγγελίες.

– Γ. Α.: Και τότε μπορούσαν να σηκωθούν κι άλλοι ή μόνο αυτός που πλήρωνε και η παρέα του;

– Π. Μ.: Μόνο αυτός, μόνο αυτός.

– Γ. Α.: Αυτό γινότανε και στο Λασίθι  και στο Ηράκλειο;

– Π. Μ.: Να σου πω, στα ευρωπαϊκά όντε ήθελε να πληρώσει ένας, δεν μπορούσε να χορεύει μοναχός και, ξέρω’ γω, σηκώνονταν ύστερα κι οι άλλοι. Αλλά ίντα γινούντανε; Μετά ελέγανε λέει οι καβαλιέροι στα όργανα… και εσταματούσε το αυτό, εγώ ήπαιζα, δεν εσταματούσα εγώ, αυτοί σταματούσανε κι εβάστα ο καθένας τη ντάμα του κι ήβγανε και πλήρωνε στα όργανα… 10, 20, 30 ό,τι αυτό ο καθένας κι απόεις συνεχίζανε… να τως επαίξω λίγη ώρα ακόμα να χορέψουν το τανγκό και να τσι κόψω.

– Γ. Α.: Αλλά στα κρητικά γινότανε αυτό που γίνεται σήμερα, που πάει κάποιος και πληρώνει και χορεύει αποκλειστικά αυτός και η παρέα του, κανείς άλλος, δεν επιτρέπεται να μπει άλλος μέσα;

– Π. Μ.: Όι δεν επιτρέπεται να μπει, αλλά η παρέα η ίδια που πληρώνει και σηκώνεται και χορεύει μπορεί να είναι φίλος, ένας να πούμε στη μια μεριά, φίλος ή συγγενής, κι έχει το θάρρος ή να σηκωθεί μοναχός του ή να τον εκαλέσει η ίδια παρέα.

– Γ. Α.: Η παρέα…

– Π. Μ.: Η ίδια η παρέα που πλήρωσε και σηκώθηκε και χόρεψε.

– Γ. Α.: Αυτό γινόταν και στο Ηράκλειο και στο Λασίθι;

– Π. Μ.: Πάντα όμορφα γλέντια Γιώργο, όμορφα γλέντια.. όλα τα γλέντια που ’καμα στη ζωή μου είναι όμορφα. Χωρίς καβγάδες, δεν είδα ποτέ καβγά σε γλέντι, όμορφα πράγματα. Ήσυχα και όμορφα.

– Γ. Α.: Από πότε άρχισες να χρησιμοποιείς μικρόφωνο;

– Π. Μ.: Αρχίσαμε πότε ήτονε…. από το ’63 και μετά.

– Γ. Α.: Γιατί άρχισες τότε να χρησιμοποιείς μικρόφωνο;

– Π. Μ.: Να σου πω, εγώ τότε είχα τρία όργανα μαζί μου… τρία όργανα για να’ χεις δυό πάσα, δυο συνοδείες να σε συνοδεύουνε στο βιολί… εγώ δεν ήθελα μικρόφωνο, ούτε μεγάφωνο γιατί είχα τ’ ακορντεόν και είναι και το βιολί μου κι ήβγανα γλέντι κι ο άλλος με το μεγάφωνο κι αυτό πιο καλά εγώ.

– Γ. Α.: Μετά γιατί χρησιμοποίησες μικρόφωνο;

– Π. Μ.: Ε μετά δα ύστερα πήρα κι εγώ, αναγκάστηκα δηλαδή και πήρα.

Μετάβαση στο περιεχόμενο