Εισαγωγή

Γ. Χατζηνίκος

ΣΤΟΙΧΕΙα τεκμηριου

ΤΙΤΛΟΣ:

Εισαγωγή

Αναγν. Κωδικοσ:

aga_tape_T066_01

Ημερομηνία:

3 Ιουνίου 1986

ΔΙΑΡΚΕΙΑ:

14’15”

ΤΟΠΟΣ:

Αίθουσα 3

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ:

ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Γ. Χατζηνίκος

ΓΛΩΣΣΑ:

Ελληνικά

ΑΔΕΙΑ:

cc

ΤΥΠΟΣ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

ΤΑΡΕ

ΘΕΣΗ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

Εργαστήριο ΘΕΚΙΜΣ

ΤΥΠΟΣ:

Εκδήλωση

Σχόλια:            Πρόλογος Γ. Χατζηνίκου  πριν από το δεύτερο μέρος της συναυλίας

Απομαγνητοφώνηση Χατζηνίκος: «Το δεύτερο μέρος του προγράμματος είναι αφιερωμένο σε ελληνική μουσική και ιδίως σε δύο συνθέτας με τους οποίους συνδέθηκα εντελώς ιδιαίτερα. Τον πρώτο δυστυχώς δεν τον εγνώρισα ποτέ, τον άκουσα όταν ήμουνα μικρός. Άκουσα το όνομά του ότι ήταν σπουδαίος και ήταν το 1951 στη Γερμανία, όταν έχοντας φαίνεται δείξει σε εκτέλεση αμερικανική και γερμανική μουσική δύσκολη, την οποία δεν την καταλάβαιναν εκεί πέρα και μου είπαν: μα εσείς μας κάνετε και καταλαβαίνουμε τη δική μας μουσική και με την αμερικάνικη με την οποία δεν έχουμε σχέση, δεν έχετε τίποτε ελληνικό; Του λέω: δεν ξέρω τίποτε ελληνικό αυτή τη στιγμή που να αξίζει να το παρουσιάσω. Κι έτσι μου στέλνανε λοιπόν διάφορα έργα, ώσπου μια μέρα μου φέρνουν, θυμάμαι ήταν στο Μόναχο, μου φέρνουν τρία κομμάτια.. μου στέλνανε. Το πρώτο δε θυμάμαι τι ήτανε, δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερα αξιόλογο. Το δεύτερο ήτανε αυτά τα κομμάτια του Κωνσταντινίδη, τα οποία τα πρωτοείδα και είπα: αυτά είναι πολύ.. έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Τα ονόμαζε παιδικά κομμάτια και είναι γραμμένα πάνω σε λαϊκούς σκοπούς. Κατόπιν τα ονόμασε μικρογραφίες. Εγώ προτιμώ να τα ονομάζω μικρογραφίες γιατί είναι πραγματικώς σαν μικρογραφίες, αριστουργήματα το καθένα βαλμένο σε πολλούς λαϊκούς σκοπούς από εδώ και κατόπιν όταν τον εγνώρισα, επειδή είδε ότι εξετίμησα αυτό που έκανε, μου αφιέρωσε ειδικά αυτό το κομμάτι, το οποίο είναι το τρίτο τεύχος, το οποίο θα σας παίξω μετά, δηλαδή ως δεύτερο κομμάτι. Και αυτό είναι μια αντιμετώπισις ας πούμε της Ελλάδας σε ένα στερεοσκοπικό τρόπο, δηλαδή πάει πάει.. το ένα θέμα έρχεται από τα βουνά, το άλλο έρχεται από τα νησιά, το άλλο έρχεται από την κρητική μαντινάδα, θα δείτε τον αητό, θα δείτε το γεμενί, το μαύρο γεμενί, και άλλους… το Μενούση… κι είναι ένας τρόπος να δείχνει κανείς τον πλούτο της λαϊκής παράδοσης. Με τον Κωνσταντινίδη είχα την ευτυχία να γνωριστώ και να συνδεθώ με πολύ θερμή φιλία και τα είπαμε πολλές φορές. Ήταν τραγικό όταν γύρισα ακριβώς τότε για να παρουσιάσω ορισμένα έργα του στην Αθήνα και φθάνοντας μαθαίνω ότι μόλις είχε πεθάνει κι έτσι αντί να έχω τη χαρά να τον δω, αφιέρωσα τη συναυλία στη μνήμη του. Ο άλλος συνθέτης τον οποίον, με τον οποίον […] και μου φέρανε εκείνο το πρωινό, ήταν ένα κομμάτι που λεγόταν η τετάρτη σουίτα του Νίκου Σκαλκώτα. Το όνομα το είχα ξανακούσει, αλλά μόλις εκοίταξα (sic) το κομμάτι έμεινα εμβρόντητος και μου λέει η αδελφή μου την οποία είχα καιρό να τη δω, μου λέει: τι βλέπεις εκεί πέρα; Λέω: ξέρεις, εάν αυτός ο συνθέτης έχει συνθέσει κι άλλα έργα πολλά, δηλαδή σημαντικά έργα, τότε έχουμε για πρώτη φορά ένα συνθέτη τη νέα περίοδο, τώρα, ο οποίος μας βάζει στο διεθνές στερέωμα μουσικά. Λέει: που το βλέπεις; Λέω: δεν ξέρω, αλλά το βλέπω, μου μιλάει. Μου μιλάει ανάμεσα απ’ τις νότες. Μου λέει: για παίξε λίγο. Ε, δοκίμασα να παίξω, καθώς ήταν ατονική μουσική που ξέρετε πως είναι δωδεκαφωνική.. ατονική δεν ήξερα κι εγώ, δεν είχα τότε σχέση με αυτήν.. αυτός είναι ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης; Αυτό είναι σα να περπατάνε γάτες στο πιάνο. Αυτό ακούω κι εγώ, αλλά άλλο βλέπω. Τι είναι αυτό, δεν έχω ξανακούσει ποτέ να ακούς άλλο και να βλέπεις άλλο. Λέω: αυτό δεν ξέρω κι εγώ, αλλά αυτό συμβαίνει. Πραγματικώς επήρε πολύ καιρώ ώσπου να αρχίσω να καταλαβαίνω τη μουσική του και ύστερα είχα την ιδιαίτερη τιμή να παίξω, να συνδεθώ ιδιαίτερα με τα έργα του, ανακάλυψα εν τω μεταξύ πως είχε συνθέσει ένα μεγάλο αριθμό από έργα σημαντικότατα και ότι συμπεριελήφθη στην πλειάδα των μεγάλων, όχι μόνο των μεγάλων συνθετών, αλλά και των τραγικών δημιουργών, όπως έχουμε βεβαίως τον Haydn, όχι Haydn τόσο πολύ, όσο ο Beethoven, Schubert… με το ότι λόγω των ιδιαιτέρων συνθηκών, δεν έτυχε ν’ ακούσει ποτέ τα έργα του να παιχθούν, εκτός από ορισμένα έργα που άκουσε στο Βερολίνο, όταν πήγε ως νέος κι έμεινε 12 χρόνια εκεί πέρα και σπούδασε με διαφόρους. Όταν πήγα αργότερα και μάλιστα κατά τύχην βρήκα μερικά από τα έργα του που είχαν χαθεί σε ένα παλαιοπωλείο, οι άνθρωποι θυμόντουσαν, λέγανε: Σκαλκώτας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της νέας γενιάς. Τον ήξεραν, κατόπιν όμως ήρθε ο πόλεμος, διεκόπη … διεκόπη όλη αυτή η επικοινωνία, και γυρίζοντας στην Αθήνα βρέθηκε απομονωμένος κι έγραφε τα έργα του βάζοντάς τα σε ένα συρτάρι. Λέγεται μάλιστα ότι όταν έγραφε ένα αργό μέρος για ένα κοντσέρτο του για δύο βιολιά, τόσο πολύ ήταν απορροφημένος, στο σπίτι του που είναι γύρω στην Ιπποκράτους εκεί πέρα, ώστε ούτε πήρε χαμπάρι ότι είχε διεξαχθεί ολόκληρη μάχη με πολυβόλα μπροστά στο σπίτι του. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς περιεκτικά για έναν τέτοιο μεγάλο συνθέτη. Ελπίζω να έχω δυνατότητες να σας δείξω άλλα πράγματα τα οποία δεν ανακαλύπτονται εύκολα, αλλά ο τρόπος που πλησιάζει ο Σκαλκώτας τη μουσική, είναι κάπως διαφορετικός από τον τρόπο που πλησιάζει ο Κωνσταντινίδης, με τον οποίο συνδεόμασταν, είμασταν και φίλοι. Ο Κωνσταντινίδης όπως σας είπα παρουσιάζει ένα καλειδοσκοπικό πανόραμα της Ελλάδας, βάζοντας μικρές εικόνες, οι οποίες όμως είναι πολύ δύσκολο να τις πετύχει κανείς, έχουν βαθιές ρίζες όπως ξέρετε. Φεύγει κανείς στην Ελλάδα να πάει από ένα νησί στο  άλλο και δεν είναι να πάει μια επαρχία, είναι τελείως διαφορετικό παρελθόν όπως θα ξέρετε […] αισθανθεί, πάει κανείς από τη Ρόδο στην Κρήτη και δεν είναι δύο διαφορετικά νησιά, είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι με διαφορά χιλιετηρίδων παραδόσεως. Ο Σκαλκώτας είναι ένας συνθέτης, ο οποίος μέσα από μια δύσκολη γλώσσα, πιάνει την ψυχή της Ελλάδος σε βάθος. Δηλαδή, ενώ υποτίθεται πως είμαι ειδικός – αν υπάρχει τέτοια κουβέντα – στο Σκαλκώτα, τον οποίο τον παρουσίασα για πρώτη φορά, κι ένα κομμάτι το βρήκα στο Βερολίνο, έχοντας παίξει κι άλλα κι έχοντας γίνει γνωστός, επέρασαν… το εβρήκα το 1955 κι άρχισα να το καταλαβαίνω το 1976, διότι εκαταλάβαινα τις νότες, αλλά δε μπορούσα να καταλάβω.. και ύστερα όταν τα κατάλαβα, πραγματικώς ανατρίχιασα, διότι είχε μέσα σε αυτό το έργο την πεμπτουσία του μοιρολογιού, αλλά ένα μοιρολόι που έπιανε όλη την Ελλάδα, αλλά πήγαινε στη ρίζα, θα έλεγε κανείς ότι αισθανόταν ακόμη το μοιρολόι του Αχιλλέα δίπλα στο πτώμα του Πάτροκλου, με τέτοια δύναμη και με τέτοιο βάθος. Λοιπόν, από την άλλη μεριά βεβαίως ξέρετε, πολλοί μιλάνε για το Σκαλκώτα και λίγοι παίζουν, λίγοι καταλαβαίνουν. Πολλή κουβέντα, διότι είναι πραγματικώς πάρα πολύ δύσκολος, διότι όντας Έλληνας, πιάνει όχι μόνο την ψυχή της Ελλάδος, αλλά κι όλη τη Δυτική παράδοση, φτάνοντας να αποδείξει ένα πράγμα το οποίο αισθάνομαι πάρα πολύ, όταν λέμε για κλασική μουσική, ότι δεν είναι κάτι ξένο. Κι αυτό είναι πάλι ένα άλλο θέμα το οποίο θα ήθελα να σας πω, για το θέμα της εκπαιδεύσεως η οποία εκπαίδευση λόγω της διαμορφώσεως που πήρε τα τελευταία 300 χρόνια, απεξένωσε (sic) τον απλό άνθρωπο από την κλασική μουσική, κάνοντάς την μια μουσική για μια κάστα θα έλεγα, ενώ ουσιαστικά η κλασική μουσική δεν είναι τίποτα άλλο από μια παγκόσμιος λαϊκή μουσική. Κανένας μεγάλος συνθέτης δεν έγραψε για ωδεία για μαθητάς για δασκάλους, όπως και ο Σοφοκλής δεν έγραψε για δασκάλους συντακτικού και γραμματικής. Γράψαν για την ψυχή του ανθρώπου και του ανθρώπου πέραν κάθε ορίου, θρησκείας, εθνικότητος, γεωγραφικού πλάτους. Λοιπόν και η κλασική μουσική, αυτή η γερμανική μουσική όπως λέμε κι όλοι, τη βλέπω σαν μια ιδιαίτερη άνθιση που έχει τη ρίζα της μέσα στην ελληνική παράδοση. Κι όταν πάμε μακριά θα την αισθανθούμε όχι σαν κάτι ξένο, αλλά σαν κάτι εντελώς δικό μας. Κι όταν φθάσει μου φαίνεται η μέρα που θα το αισθανθούμε έτσι, θα είναι μια σπουδαία μέρα και για την απήχηση που θα έχει μέσα στην ψυχή όλης της χώρας μας, αλλά και για τις δυνατότητες που θα δημιουργήσει όχι μόνο σε μια Αναγέννηση ηθική και δυναμική μέσα της, αλλά και μια Αναγέννηση των πηγών που θα μπορούν να προσφέρουνε, όχι για την Ελλάδα, αλλά για όλο το Δυτικό κόσμο. Τα κομμάτια του Σκαλκώτα που θα παίξω είναι δύο, και θα τα παίξω περικλείοντας στη μέση το κομμάτι του Κωνσταντινίδη που είναι 14 μινιατούρες. Το πρώτο κομμάτι το συνέθεσε όταν ήταν 23 χρονών και λέγεται.. φαίνεται ότι το παρουσίασε σε ένα πάρα πολύ μεγάλο συνθέτη και δάσκαλο, το Schoenberg, ο οποίος ήταν πάρα πολύ δύσκολος, και λέγανε, γιατί θεωρούσε τη σύνθεση σαν ένα ιερό λειτούργημα, κι αυτό το άκουσα από έναν άλλο επίσης δάσκαλο του Σκαλκώτα που τον εγνώρισα και μου είπε την ιστορία, ότι αν τον ρωτούσε κανείς αυτό το Schoenberg για τους μαθητάς του, πώς τα πάτε; έλεγε: ααα, πάρα πολύ καλά, απέδειξα πάλι σε κάτι άλλους ότι δεν έχουν καμία σχέση με τη σύνθεση. Αυτή ήταν η συνηθισμένη του απάντησις (sic). Κι όταν του είπε για το Σκαλκώτα, απάντησε μόνο: αυτός είναι ο γεννημένος συνθέτης.. είπε για το Σκαλκώτα. Και μετά χρόνια αφότου είχε πεθάνει ο Σκαλκώτας, γράφοντας ένα βιβλίο τον ανέφερε, ως έναν από τους λίγους που ήταν πραγματικά γεννημένοι ή επίλεκτοι συνθέτες. Λοιπόν, αυτό το έγραψε όταν ήταν σε αυτή την ηλικία και είναι στη λεγόμενη σειραϊκή μουσική, δηλαδή σειραϊκή μουσική είναι αυτή που λέμε και δωδεκαφωνική και είναι ένα θέμα το οποίο μπορεί να συζητήσει κανείς άπειρα από απόψεως κτίσεως, πώς φτάσαμε και τι συμβαίνει. Αλλά αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή και το οποίο προέκυψε βασικά, είναι το θέμα ότι δεν είναι με τι μιλάει κανείς, δεν είναι η γλώσσα που μιλάει κανείς, αλλά τι έχει να πει και πώς χρησιμοποιεί τη γλώσσα. Λοιπόν, αυτό στην επιφάνεια είναι πολύ δυσκολονόητο αλλά μέσα στην ψυχή ελπίζω σιγά σιγά να δείτε ότι είναι πάρα πολύ εύγλωττο και ασχολείται με βαθιά θέματα. Το θέμα, κι εδώ δεν είναι καν μια μελωδία, όπως είναι του Brahms που ακούσατε προηγουμένως ή όπως είναι του Bach, τέσσερα μέτρα που στέκονται εκεί πέρα, σαν ακλόνητος βράχος, αλλά είναι σχεδόν ένα παιγνίδι, που θα λέγαμε πως είναι όπως μονά – ζυγά κι αρχίζει με αστεία, με ένα μονάχα μικρό σχόλιο, το οποίο δείχνει κάτω από το αστείο το τραγικό υπόβαθρο […] διαλέγουμε νότες, δεν έχουμε καν δώδεκα, διαλέγουμε 10 νότες, που τις μοιράζουμε σε πέντε και πέντε κι αυτές τις πέντε και πέντε νότες, τις παίζουμε όπως λέμε: αυτές κι αυτές, μονά – ζυγά – μονά – ζυγά – μονά – ζυγά κι ένα μικρό σχόλιο με μία ιδιαίτερη νότα παραπάνω η οποία προσθέτει, δίνει, κάνει 11 τις νότες, δίνει όπως λέω την προοπτική του δραματικού. Λοιπόν, αυτό είναι, έχουμε δύο ζευγάρια από 10 νότες, κι αυτές χωρίζονται και πάλι σε πέντε και πέντε. Το ένα είναι αυτό (παίζει) σχόλιο (παίζει) και το άλλο αυτό (παίζει).. Αυτό είναι όλο το θέμα. Εκ πρώτης όψεως λέει κανείς: τι είναι αυτό; Και μέσα σε αυτή την ατονικότητα, που λείπει η τονικότητα λέει: τι συμβαίνει; Τώρα άμα ακούσετε καλύτερα, ακούστε αυτό τον ήχο (παίζει) και μετά αυτό (παίζει) θα δείτε ότι αυτό έχει κάτι το (παίζει) αιχμηρό κι αυτό έχει κάτι το πιο λείο (παίζει). Είναι εναλλάξ, ένα αιχμηρό – λείο και το αντίθετο είναι κατόπιν, λείο – αιχμηρό – λείο. Το κομμάτι το.. αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο κομμάτι που θα παίξω, μετά από τον Κωνσταντινίδη, είναι Πασακάλια, και είναι αυτό γραμμένο στην κλασική φόρμα, επίσης παραλλαγής, και είναι στην ίδια φόρμα με το Bach, κι αφορά ότι δεν είναι μονάχα η σκαλωσιά, ο σκελετός, παρά όλες οι νότες που περικλείονται σε αυτή, είναι ακριβώς ίδιες οι οποίες επαναλαμβάνονται, από το πιο τραγικό, στο πιο λεβέντικο, ως στο πιο τρυφερό θα έλεγα, και τελειώνει με ένα είδος πράγματος, που δεν ξέρει κανείς, το έγραψε την εποχή του πολέμου, και δεν ξέρει κανείς, είναι αυτό νίκη ή είναι ολοκαύτωμα; Γενικώς οι μοντέρνοι συνθέτες του 20ού αιώνος, οι βαθύτεροι συνθέτες, έχουνε μια… κι ο Bartok και ο Schoenberg και άλλοι, έχουνε στο βάθος μία τραγικότητα η οποία αντιμετωπίζει τη σημερινή εποχή με το άγχος, το προφητικό άγχος του αδήλου μέλλοντος κι αυτό είναι που προσπαθούν να εξηγήσουν τη θέση του ανθρώπου γιατί βεβαίως η μουσική πάντοτε προηγείται, κι αυτό στο βάθος είναι του Σκαλκώτα, πάντως οτιδήποτε και να είναι, είναι αυτό το πνεύμα που οδήγησε την Ελλάδα από το Μαραθώνα στο Αρκάδι και σε όλα αυτά, διότι οτιδήποτε… αυτά είναι πάντοτε νίκες ουσιαστικά, νίκες της ψυχής πάνω στο σώμα.»

Μετάβαση στο περιεχόμενο