Ερωτόκριτος

Δάνδολος Γιάννης (λύρα, τραγούδι), Μανιαδάκης Μανώλης (λαούτο)

ΣΤΟΙΧΕΙα τεκμηριου

ΤΙΤΛΟΣ:

Ερωτόκριτος

Αναγν. Κωδικοσ:

aga_tape_T012_04

Ημερομηνία:

3 Ιουνίου 1986

ΔΙΑΡΚΕΙΑ:

03’51”

ΤΟΠΟΣ:

Αίθουσα ΠΚ Περιβόλια Ρεθύμνου

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ:

Κρητική παραδοσιακή μουσική

ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Δάνδολος Γιάννης (λύρα, τραγούδι), Μανιαδάκης Μανώλης (λαούτο)

ΓΛΩΣΣΑ:

Ελληνικά

ΑΔΕΙΑ:

cc

ΤΥΠΟΣ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

ΤΑΡΕ

ΘΕΣΗ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

Εργαστήριο ΘΕΚΙΜΣ

ΤΥΠΟΣ:

Ηχογράφηση

Η χρονιά θανάτου του Γιάννη Δάνδολου αποτελεί και σαφέστατο terminus ante quem για τον χρόνο των ηχογραφήσεων: έγιναν πριν από το 1983, συγκεκριμένα στις 9 και 10 Μαΐου 1982

Απομαγνητοφώνηση Φοίβος Ανωγειανάκης: Οι ίδιοι. Ρωτόκριτος.

 

«Ως μπήκενε ο Ρωτόκριτος στη φυλακή κι αρχίζει,

να τση μιλεί και σπλαχνικά να την αναντρανίζει

[Αναντρανίζω: ξαναπαίρνω τα πάνω μου, συνεφέρω, σηκώνω τα μάτια]

Λέγει τση τό μ’ ερώτησες να σου το πω και γροίκα

πού το ’βρήκα το χάρισμα στη φυλακή σ’ αφήκα

Είναι δυο μήνες σήμερο που ᾿λαχα εις κάποια δάση,

εις τη μεριά της Έγριπος, κι εβγήκαν να με φάσι

(της Έγριπος: ο κόλπος του Ευρίπου στην Εύβοια)

άγρια θεριά κι εμάλωσα κι εσκότωσα από κείνα,

κι από τα χέρια μου νεκρά πολλά τα πλιά απομείναν».

Με κίνδυνον εγλίτωσα κι όσ’ ώραν επολέμουν,

να λυτρωθώ από λόγου τους δεν το ’λπιζα ποτέ μου.

Μα βόηθησε το ριζικό, τ’ άστρη με λυπηθήκαν

και σκότωσα και ζύγωσα και αλάβωτο μ’ αφήκαν

Δίψα μεγάλη εγροίκησα στο πόλεμον εκείνο,

γυρεύοντας να βρω δροσιά έσωσα σ’ ένα πρίνο (έσωσα: έφτασα)

και παραμπρός εφάνη μου κουτσουναράκι εχτύπα, (κουτσουνάρι: πηγή)

σιμώνω, βρίχνω το νερό στου χαρακιού την τρύπα

Κ’ ήπια το κι εδροσίστηκα και πέρασέ μου η δίψα,

μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα.

Έκατσα να ξεκουραστώ κοντά στο κουτσουνάρι,

τότε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα τ’ αρρωστάρη.

Και βιαστικά σηκώνομαι το ζάλο μου σπουδάζει,

να δω ποιος είναι που πονεί και βαριαναστενάζει.

Και μπήκα μέσα στα κλαδιά που ήταν κοντά στη βρύση

διά να ιδώ και για να βρω εκείνον απού μύσσει.

Βρίσκω ένα νέο ωραιόπλουμο π’ έλαμπε σαν τον ήλιο

κι εκείτετο ολομάτωτος μπροστάς εις ένα σπήλιο.

Σγουρά ξανθά είχε τα μαλλιά και τα σωθέματά ντου,

παρ’ όλο που ήτα σαν νεκρός ξεδείχν’ η γιομορφιά του.

Και δυο θεριά στο πλάι ντου ήτανε σκοτωμένα,

και το σπαθί και τ’ άρματα όλα ’σαν ματωμένα.

(μύσμα: Βαριά και συχνή αναπνοή με δύσπνοια, ρόγχος, βαθύς στεναγμός, βογγητό/

Σωθέματα: ενδύματα)

Μετάβαση στο περιεχόμενο