Ομιλία σχετικά με το ελληνικό τραγούδι

Γ. Κουρουπός

ΣΤΟΙΧΕΙα τεκμηριου

ΤΙΤΛΟΣ:

Ομιλία σχετικά με το ελληνικό τραγούδι

Αναγν. Κωδικοσ:

aga_tape_T336_01

Ημερομηνία:

3 Ιουνίου 1986

ΔΙΑΡΚΕΙΑ:

10’34”

ΤΟΠΟΣ:

Αίθουσα 3

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ:

ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Γ. Κουρουπός

ΓΛΩΣΣΑ:

Ελληνικά

ΑΔΕΙΑ:

cc

ΤΥΠΟΣ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

ΤΑΡΕ

ΘΕΣΗ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

Εργαστήριο ΘΕΚΙΜΣ

ΤΥΠΟΣ:

Εκδήλωση

Απομαγνητοφώνηση Γ. Κουρουπός: «Λοιπόν, μπαίνουμε τώρα στο ελληνικό μέρος του προγράμματος ας το πούμε έτσι, και θα πω μερικά εισαγωγικά, όσο μπορώ πιο λίγα, διότι το θέμα είναι βέβαια εξαιρετικά ενδιαφέρον για μας τους Έλληνες. Προφανώς για να δώσει κανείς το στίγμα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού στην Ελλάδα θα πρέπει λίγο πολύ να πιάσει όλη την ιστορία της Ελληνικής μουσικής, αλλά αυτό είναι λίγο δύσκολο για απόψε το βράδυ. Θα προσπαθήσω παρολαυτά να πω δύο τρία λόγια. Λοιπόν, όπως ξέρετε μέχρι την επανάσταση, μέχρι το 1821 ουσιαστικά στην Ελλάδα δεν υπήρχε παρά μόνο η λαϊκή μουσική, η μουσική της προφορικής παράδοσης και η Βυζαντινή φυσικά μουσική. Είναι μετά την επανάσταση κυρίως όπου αρχίζει να μπαίνει στον ελληνικό χώρο η δυτικοευρωπαϊκή ας το πούμε έτσι μουσική. Βέβαια είχε ένα πολύ καλό παράθυρο για να μπει, είχε τα Ιόνια νησιά, που όπως ξέρετε είχαν μια εντελώς διαφορετική πολιτιστική παράδοση κι έτσι πολύ εύκολα γίνηκε αυτή η διείσδυση ας πούμε της ευρωπαϊκής μουσικής μέσα στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια το τόσο εύκολα αποτελεί κι αυτό έναν τρόπο του λέγειν διότι υπήρξαν οπωσδήποτε πολύ μεγάλες συγκρούσεις και, δε θέλω να επιμείνω γιατί πραγματικά θα πιάσουμε μια πολύ μεγάλη κουβέντα, αυτός ο εξευρωπαϊσμός υπήρξε λίγο βίαιος και μερικές φορές εις βάρος μιας ας το πούμε εθνικής έτσι συνείδησης που οδήγησε συχνά σε υποτίμηση της κληρονομιάς της ελληνικής παράδοσης κι έναν υπερτονισμό των θετικών στοιχείων που έφερε μαζί του ο πολιτισμός ο δυτικοευρωπαϊκός. Για να συντομεύσουμε λίγο τα πράγματα ας πούμε τα πρώτα τραγούδια τέτοιου τύπου έντεχνου τραγουδιού που πηγαίναν προς το λαϊκό τα συναντά κανείς ήδη στις πρώτες όπερες που γράφτηκαν στα τέλη του 19ου αι. όπου δηλαδή οι συνθέτες οι επτανήσιοι κυρίως που κάνανε δυτική μουσική, προσπάθησαν λίγο να μπολιάσουν αυτή τη μουσική τους άλλοτε με περισσότερη κι άλλοτε με λιγότερη ευτυχία με δημοτικά ακούσματα. Παραδείγματος χάριν ένα πολύ γνωστό τραγούδι τέτοιου τύπου είναι ο γέρο-Δήμος τον οποίο θα ξέρετε όλοι. Ο γέρο-Δήμος λοιπόν, αν δεν ξέρετε προέρχεται από όπερα. Είναι άρια, από ελληνική όπερα, το Μάρκο Μπότσαρη. Είναι του Καρρέρ και λέγεται η όπερα Μάρκος Μπότσαρης. Και πολλά άλλα τέτοια τραγούδια γραφτήκανε την εποχή εκείνη. Λίγο αργότερα ανθεί στην Ελλάδα το κωμειδύλλιο που είναι μια θεατρική μορφή που εμπεριέχει τραγούδια και τέτοια τραγούδια επίσης γραφτήκανε πολλά που είχαν αυτό το χαρακτήρα, δηλαδή ήσαν μεν έντεχνες δημιουργίες, επώνυμες δημιουργίες συνθετών γνωστών που όμως προσπαθούσαν λίγο να είναι εύηχες στο πλατύ κοινό και χρησιμοποιούσαν λίγο πολύ ακούσματα που ήταν οικεία στον ελληνικό λαό, δηλαδή λαϊκά ακούσματα, ακούσματα λαϊκής μουσικής. Αργότερα αυτό το πράγμα προχώρησε με την οπερέτα, στις αρχές του αιώνα. Θα ξέρετε διάφορα τραγούδια που γραφτήκανε από τους γνωστούς, Σακελλαρίδη και Χατζηαποστόλου και λοιπά. Υπήρχε παράλληλα βέβαια, η παράδοση της καντάδας της επτανησιακής η οποία αργότερα μεταφυτεύθηκε στην Αθήνα κι έγινε αθηναϊκή καντάδα και κάπου εκεί, εκείνη την εποχή, γύρω στις αρχές του αιώνα δηλαδή, αρχίζουν κι εμφανίζονται και κάτι άλλες τάσεις, μιας άλλου είδους λαϊκής μουσικής που προέρχεται από το πέρασμα από την αγροτική ζωή στην αστική ζωή. Δηλαδή αρχίζουν και δημιουργούνται με το μεγάλωμα των αστικών κέντρων αρχίζει και δημιουργείται μια κάποια προσαρμογή του δημοτικού τραγουδιού του λαϊκού τραγουδιού ας πούμε της εποχής εκείνης του αγροτικού τραγουδιού, στις συνήθειες της πόλης και ιδιαίτερα από μια κατηγορία που δεν ήταν καθόλου ευνοημένη και που συχνά ήσαν και περιθωριακοί. Έτσι αρχίζει λίγο λίγο να μπαίνει το νέο λαϊκό τραγούδι, αυτό που αργότερα θα εξελιχθεί σε ρεμπέτικο, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, θα έρθουν να το εμπλουτίσουν και καινούρια στοιχεία από τη Μικρά Ασία. Θα πρέπει σ’ αυτό το σημείο να πω κάτι και ίσως μετά αν θέλετε να συζητήσουμε, ο κύριος Αμαργιανάκης έχει κάτι να πει εκεί, πιστεύω απ’ ό,τι έχω καταλάβει κι απ’ ό,τι έχω προσέξει ότι αυτό το γέννημα της λαϊκής μουσικής, αυτής που εξελίσσεται στο ρεμπέτικο λαϊκό τραγούδι, ότι κακώς συνήθως θεωρείται γέννημα του μικρασιατικού πολιτισμού αμιγώς. Του ελληνικού μικρασιατικού πολιτισμού εννοώ. Νομίζω ότι ήδη η προσαρμογή του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού σε μια άλλη κατηγορία που έβαινε προς αυτή την τάση, υπάρχει πολύ πριν και φαίνεται έντονα ακόμα και στη δισκογραφία που υπάρχει και που τη βρίσκει κανείς συνήθως στην Αμερική από μετανάστες της εποχής εκείνης. Αλλά αυτό είναι επίσης μια κουβέντα που νομίζω ότι δεν αξίζει τον κόπο τώρα να την επεκτείνουμε. Προχωράω με αυτό το ιστορικό του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού ας το πούμε έτσι του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Στο μεσοπόλεμο ανθεί μια μορφή τραγουδιού που παίρνει πολλά από το ευρωπαϊκό και ιδιαίτερα από το γαλλικό τραγούδι, ακριβώς των καμπαρέ, των καλλιτεχνικών καμπαρέ που λέγανε των cabaret artistique και των μπουάτ, που όμως δυστυχώς έχει πολύ μικρότερη σχέση με την ποίηση, απ’ ότι το αντίστοιχο γαλλικό. Εννοώ τα τραγούδια του, κατά τ’ άλλα πολύ μεγάλου μουσικού, του Αττίκ, τα τραγούδια του Γιαννίδη και άλλων μουσικών, που μουσικά πραγματικά έχουνε συχνά πολύ μεγάλη σοφία και πολλή ευαισθησία και πολύ ταλέντο, ποιητικά δεν μπορεί όμως να πει κανείς ότι είναι στο ίδιο επίπεδο. Μετά τον πόλεμο, όπως ξέρετε, υπάρχει, εδώ ερχόμαστε περισσότερο στα χωράφια μας, υπάρχει μια τάση μιας άκριτης εισαγωγής ξένων πρότυπων μουσικής, αμερικάνικης μουσικής, ήταν επόμενο μετά από ότι επακολούθησε, και μάλιστα μιας μουσικής που είναι φοβερά χαμηλού επιπέδου και που λειτουργεί λίγο πολύ σαν χάπι ευτυχίας. Τραγουδάμε όλοι και χορεύουμε μάμπο και ράσμπα και δεν ξέρω τι άλλο, σε μια εποχή που μάλλον δε θα πρεπε να ‘μαστε τόσο χαρούμενοι κι εν πάσει περιπτώσει αυτό το κλίμα που μπαίνουν πάρα πολλοί Έλληνες συνθέτες, μιμούμενοι όλη αυτή την ας πούμε ξένη εισροή τραγουδιών, αυτό το κλίμα έρχονται να το σπάσουν δύο πολύ μεγάλες προσωπικότητες του έντεχνου τραγουδιού στην Ελλάδα που είναι βέβαια ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις. Γι αυτό ίσως η εποχή εκεί γύρω στο ‘55 με ’70 νομίζω, και δεν είμαι ο μόνος, ότι είναι η χρυσή εποχή του ελληνικού έντεχνου τραγουδιού, όπου πραγματικά δημιουργήθηκε ένα καινούριο είδος ελληνικού τραγουδιού που κατά πολύ οφείλει την καινούρια του δυναμικότητα στην αναβάθμιση του λαϊκού ρεμπέτικου μέσα στις συνειδήσεις των διανοουμένων. Μέχρι την εποχή εκείνη εξακολουθούσε να θεωρείται κάτι το πολύ παρακατιανό και πολύ περιθωριακό. Περιθωριακό ως προς τη λειτουργία του, δε σημαίνει ότι ως προς την αξία του ήταν πάντοτε έτσι. Αυτή η αναβάθμιση του τραγουδιού αυτού συν μια τάση εθνικιστική, επιστροφή στις ρίζες, αυτή η όλη τάση απέδωσε εξαίσια αποτελέσματα  και νομίζω ότι όλοι γνωρίζετε κι όλοι αγαπάτε όπως κι εγώ τα τραγούδια της εποχής εκείνης στα οποία βέβαια δε συνέδραμαν μόνο αυτοί οι δύο μεγάλοι μελωδοί αλλά και πολλοί άλλοι, ίσως λιγότερο εμπνευσμένοι, αλλά που κι αυτοί έπαιξαν ο καθένας το ρόλο του σ ’αυτήν όλη την Αναγέννηση του ελληνικού τραγουδιού. Θα τραγουδήσουμε κάποια τραγούδια σήμερα και θ’ αρχίσουμε με τραγούδια του Θεοδωράκη. Θα ήθελα να κάνω ένα μικρό μικρό παραλληλισμό, ότι η εποχή εκείνη ήταν έντονα πολιτικοποιημένη, υπήρχε πραγματικά ένα λαϊκό κίνημα το οποίο έβραζε στην Ελλάδα και που δημιούργησε ίσως αντίστοιχες τάσεις, κάθε μέτρου τηρουμένου τώρα, με αυτές των Γερμανών συνθετών της εποχής του μεσοπολέμου όπως λέγαμε προηγουμένως που προσπάθησαν να παράγουν ένα έργο που να είναι εύληπτο στο πολύ κοινό και που να παίξει ένα ρόλο κοινωνικό, πολιτικό. Δηλαδή κατά κάποιο τρόπο το στρατευμένο τραγούδι της εποχής εκείνης έχει μερικές αναλογίες με τη στάση τουλάχιστον, αν όχι με το αποτέλεσμα το μουσικό ή με το  ποιητικό, με τη στάση που τήρησαν διανοούμενοι μουσικοί, έντεχνοι δηλαδή μουσικοί, αντίστοιχα στη Γερμανία στον καιρό του μεσοπόλεμου δηλαδή στην άνοδο του φασισμού. Δηλαδή μουσικοί που ήταν αρκετά μορφωμένοι ώστε να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε προχωρημένο είδος και οσοδήποτε πολύπλοκο είδος μουσικής έκφρασης, έψαχναν να βρούνε μια διέξοδο στην έκφραση εκείνη που θα οδηγούσε στις πλατιές μάζες όπως λέγαμε κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα φυσικά όλη αυτή τη σχολή που περισσότερο κατά κάποιο τρόπο από το Θεοδωράκη ιδρύθηκε και ακολουθήθηκε κι από πολλούς άλλους. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί το γεγονός ότι όλη αυτή η περίοδος στηρίχθηκε για πρώτη φορά κύρια και καίρια με όλη την ελληνική καλή ποίηση, πράγμα που είναι πολύ πολύ σημαντικό.

Μετάβαση στο περιεχόμενο