Πρώτος συρτός χανιώτικος (οργανικό), Συρτός δεύτερος λουσακιανός, Κεφαλιανός συρτός
Δάνδολος Γιάννης (λύρα, τραγούδι), Μανιαδάκης Μανώλης (λαούτο)
ΣΤΟΙΧΕΙα τεκμηριου
ΤΙΤΛΟΣ:
Πρώτος συρτός χανιώτικος (οργανικό), Συρτός δεύτερος λουσακιανός, Κεφαλιανός συρτός
Αναγν. Κωδικοσ:
aga_tape_T012_01
Ημερομηνία:
3 Ιουνίου 1986
ΔΙΑΡΚΕΙΑ:
05’49”
ΤΟΠΟΣ:
Αίθουσα ΠΚ Περιβόλια Ρεθύμνου
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ:
Κρητική παραδοσιακή μουσική
ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Δάνδολος Γιάννης (λύρα, τραγούδι), Μανιαδάκης Μανώλης (λαούτο)
ΓΛΩΣΣΑ:
Ελληνικά
ΑΔΕΙΑ:
cc
ΤΥΠΟΣ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:
ΤΑΡΕ
ΘΕΣΗ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:
Εργαστήριο ΘΕΚΙΜΣ
ΤΥΠΟΣ:
Ηχογράφηση
α) «Πρώτος συρτός χανιώτικος», οργανικό. Από 0:14 έως 1:06.
β) «Συρτός δεύτερος λουσακιανός» ή «Όρτσες», οργανικό. Από 1:06 έως 3:32.
γ) «Κεφαλιανός συρτός». Από 3:36 έως 5:46. Υπάρχει ηχογράφηση του Δάνδολου από το αρχείο Γιώργου Μπορμπουδάκη όπου παίζει και τραγουδάει τον κεφαλιανό συρτό (με άλλη μαντινάδα) με τον τίτλο «Εσβήσανε οι όρκοι σου» ή «Ληστάρχισα του χωρισμού» (βλ. από το 1:41 έως το 3:20 https://www.youtube.com/watch?v=EYJoKIEmt7Y και από το 1:46 έως το 3:25 στο https://www.youtube.com/watch?v=YZIQ2nmYIFc ). Ο Γιάννης Δάνδολος γεννήθηκε το 1951 στην Αλφά Μυλοποτάμου και πέθανε το 1983. Ήταν εξαιρετικός λυράρης, τραγουδιστής και πολύ καλός μαντιναδολόγος. Είχε δώσει πολλές μαντινάδες του σε άλλους λυράρηδες για να επενδύσουν τους δίσκους τους: βλ. Θόδωρος Ρηγηνιώτης, «Γιάννης Δάνδολος», εφ. Ρέθεμνος, 14 Ιανουαρίου 2021, ηλεκτρονική έκδοση. Ο Δάνδαλος έπαιζε κυρίως με τον Μανώλη Mανιαδάκη, ήταν δηλαδή ζυγιά λύρα – λαούτο. Ο Μανώλης Μανιαδάκης γεννήθηκε στο χωριό Βολιώνες της επαρχίας Αμαρίου και θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους λαουτιέρηδες του Ρεθύμνου. Η χρονιά θανάτου του Γιάννη Δάνδολου αποτελεί και σαφέστατο terminus ante quem για τον χρόνο των ηχογραφήσεων: έγιναν πριν από το 1983.
Απομαγνητοφώνηση Φοίβος Ανωγειανάκης:
– Εκφώνηση πρώτα κι ύστερα.
– Πάμε.
– Φοίβος Ανωγειανάκης: Δάνδολος Γιάννης λύρα, τραγούδι. Μανιαδάκης Μανόλης λαγούτο. Συρτός.
(Μαντινάδες):
1) «[Έλα] Δε με διστάζ’ ο θάνατος κάποτε θα περάσει, [έλα] μόνο λυπούμαι το κορμί που θ’ αδικογεράσει».
2) «[Άιντες αμάν αμάν] Ρίξε στο κύμα ό,τι παλιό ο χρόνος έχει φθείρει, [άιντες αμάν αμάν] κι άσ’ το σιγά στη λησμονιάς τη θάλασσα να σύρει».