Συνέντευξη

Γιώργος Αμαργιανάκης, Παντελής Μπαριταντωνάκης

ΣΤΟΙΧΕΙα τεκμηριου

ΤΙΤΛΟΣ:

Συνέντευξη

Αναγν. Κωδικοσ:

aga_tape_T024_03

Ημερομηνία:

3 Ιουνίου 1986

ΔΙΑΡΚΕΙΑ:

06’02”

ΤΟΠΟΣ:

Στούντιο ηχογραφήσεων Πανεπιστημίου Κρήτης

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ:

Κρητική παραδοσιακή μουσική

ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Γιώργος Αμαργιανάκης, Παντελής Μπαριταντωνάκης

ΓΛΩΣΣΑ:

Ελληνικά

ΑΔΕΙΑ:

cc

ΤΥΠΟΣ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

ΤΑΡΕ

ΘΕΣΗ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

Εργαστήριο ΘΕΚΙΜΣ

ΤΥΠΟΣ:

Ηχογράφηση

Απομαγνητοφώνηση:

– Γιώργος Αμαργιανάκης: Εσύ αυτά που παίζεις,  από πού τα ’μαθες, πώς τα ’μαθες;

– Παντελής Μπαριταντωνάκης: Να σου πω, ήπαιρνα απ’ τον ένα κάτι, κι απ’ τον άλλο, άλλο ένα κι εξακολούθησα μοναχός μου ό,τι ήθελα ακούσω να πούμε σε δίσκους… δηλαδή ύστερα ήπιασα του Καλογερίδη μετά που ’βγαλε ο…

– Γ. Α.: Καλά την εποχή εκείνη που μιλάμε τώρα που μάθαινες εσύ δεν είχε ακόμη δίσκους, είχε;

– Π. Μ.: Μετά.

– Γ. Α.: Ναι αλλά πώς ξεκίνησες εσύ να μαθαίνεις; Όταν ξεκίνησες;

– Π. Μ.: Μετά, πριν να πάω στρατιώτης εγώ τότε είχενε ο Καλογερίδης δίσκους βγαλμένους κι ήπιασα τους δίσκους του Καλογερίδη και τσι ήπηρα πραγματικώς όπως ήσανε.

– Γ. Α.: Πριν βγουν όμως οι δίσκοι, τότε που άρχισες να μαθαίνεις, πώς μάθαινες;

– Π. Μ.: Έπαιζα τσα του τόπου να πούμε τσι κοντυλιές.

– Γ. Α.: Δηλαδή αυτό που άκουγες από τους λυράρηδες;

– Π. Μ.: Ναι. Αυτό που άκουγα από τον Κορνάρο, από τον Παπαχατζάκη… οι άλλοι δα παίζανε, μα  δε παίζανε τίποτα από λύρα, μόνο για να γίνεται τραβάγια…

– Γ. Α.: Τι παίζανε αυτοί στη λύρα; Τι σκοπούς παίζανε;

– Π. Μ.: Αυτοί παίζανε όλο πηδηχτό. Να ’θελα γενεί κανείς γάμος, όλο πηδηχτό… δεν είχενε να παίξουν άλλο.

– Γ. Α.: Μόνο πηδηχτό χορεύανε; Από τους άλλους χορούς δεν ξέρανε τίποτα άλλο;

– Π. Μ.: Τίποτα, τίποτα… καθόλου.

– Γ. Α.: Δηλαδή ούτε πεντοζάλι παίζανε, ούτε συρτό παίζανε, ούτε σούστα παίζανε;

– Π. Μ.: Τίποτα, τίποτα.. μόνο πηδηχτό. Έβλεπες στο γάμο να πούμε, συνέχεια πηδηχτό. Μετά που ήταν να πάω στρατιώτης, εγώ πήγα ύστερα στρατιώτης… και πήγα ήκαμα στα Χανιά… από εκεί έμαθα χανιώτικα και μετά έπεται συνέχεια δα ύστερα απ’ τσι  Ρεθεμνιώτες αυτό ξέρω γω, αυτοί απ’ τα δικά μας…

– Γ. Α.: Πότε περίπου ήσουνα στρατιώτης;

– Π. Μ.: Το ’33.

– Γ. Α.: Τότε παίζανε βιολί ή λύρα στα Χανιά;

– Π. Μ.: Τότε σας παίζανε στα Χανιά… προπαντός παίζανε βιολί. Ήτανε ο Χάρχαλης, ο Μαργιάνος, ο Σαριδάκης, ο Μαύρος… ποιός άλλος… κι ένα Κουφιανό που είδα μια φορά στο λιμάνι. Έπαιζε Καραγκιόζης και τον είχενε ο Καραγκιοζοπαίχτης και ήπαιζε… είχενε κόσμο κάτω στην προκυμαία στο λιμάνι των Χανίων κι ήπαιζε ο Κουφιανός αλλά ήπαιζε ωραία, λύρα. Κι απόι οι άλλοι οι Χανιώτες του νομού Χανίων παίζανε βιολί όλοι…

– Γ. Α.: Με τον Καλογερίδη είχες γνωριστεί ποτέ;

– Π. Μ.: Με τον Καλογερίδη δε γνωρίστηκα, λάθος, δικό μου λάθος. Μπορούσα να πάω, γύριζε ο Καλογερίδης, μπορούσα να πάω να τόνε βρω. Όπως ήτανε καλλιτέχνης φωτογράφος, να βρω μια αιτία να πω «κύριε Στρατή θέλω να μου βγάλεις 5 φωτογραφίες οχταήμερες εδικές μου», να γνωριστώ… αλλά αδράνεια. Κι έκαμα… το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής μου, απού δεν τον εγνώρισα προσωπικά τον Καλογερίδη ήταν αυτό, τώρα το μετανιώνω.

– Γ. Α.: Τον άκουσες όμως να παίζει;

– Π. Μ.: Δεν τον άκουσα προσωπικά είπα… αφού δεν τον εγνωρίζω.

– Γ. Α.: Ε  λέω μήπως τον άκουσες σε κανένα πανηγύρι;

– Π. Μ.: Όχι, μόνο σε δίσκους.

– Γ. Α.: Ούτε αυτός σε άκουσε;

– Π. Μ.: Αυτός με άκουσε μια βραδιά του Αγίου Ελευθερίου το 1945.

– Γ. Α.: Πού;

– Π. Μ.: Στον Πόρο στο Ηράκλειο. Γινότανε μια γιορτή του Αγίου Ελευθερίου το βράδυ και γιόρταζε ένα κορίτσι. Λοιπόν, είχα έναν σύντεκνο επαέ, ήτονε απ’ τσι Μάλες, ο οποίος έχει βαφτίσει το γιο μου τον Αντώνη. Λοιπόν, με πήρε. Λέει απόψε γιορτάζει μια φίλη μου στον Πόρο, η Ελευθερία, και πάμε να τση κάνουμε την εορτή. Εγώ τότε βέβαια κατοχή κι εφόρου άρβιλα ιταλικά, γκιλότα, ένα παντελόνι ιταλικό και ντρέπουμου.. λέει να πάμε θέλει, επήγαμε. Είχενε μέσα στο γλέντι να πούμε για να τα συντομεύουμε, ένα ακορντεόν, δυο κιθάρες κι ένα βιολί. Και παίζανε ευρωπαϊκά, αυτό ξέρω γω… ε μετά εμείς κάτσαμε με τον σύντεκνό μου σ’ ένα γύρω κι επίναμε ρακή… μετά που αυτό… ήρθα εγώ σε κέφι και κάνω του συντέκνου «σύντεκνε εγώ θέλω να παίξω»… μου λέει «πάμε μέσα». Πήγαμε σε μια κουζίνα κι αρχίξαμε το κρασί. Κι αρχίνιξα απ’ τσι δώδεκα η ώρα κι ήπαιζα εγώ, δώδεκα, δώδεκα και μισή. Την άλλη μέρα σμίγει ο σύντεκνός μου, ο οποίος είναι πεθαμένος, τον Καλογερίδη τον ίδιο και του κάνει: «Δε μου λες Φραγκιό, ποιός ήτονε απού ’παιζε χθες το βράδυ; Επέρασα κατά τσι δωδεκάμιση, μία η ώρα, επέρασα από πόξω από το σπίτι τση Λευτερίας κι έπαιζε κάποιος. Ποιος ήτανε;».. .Και γέλασε ο μακαρίτης ο σύντεκνός μου και του κάνει, λέει, «κουμπάρος μου είναι, σύντεκνός μου, του’ χω βαφτίσει ένα παιδί»… «Πρώτη φορά ακούω τσι κοντυλιές μου να τσι παίζει άλλος ετσά που τσι παίζω εγώ και σχεδόν πιο καλά ακόμη».

– Γ. Α.: Αυτά είπε ο Καλογερίδης και στα είπε ο σύντεκνός σου;

– Π. Μ.: Ναι.

Μετάβαση στο περιεχόμενο