Συνέντευξη

Γιώργος Αμαργιανάκης, Παντελής Μπαριταντωνάκης

ΣΤΟΙΧΕΙα τεκμηριου

ΤΙΤΛΟΣ:

Συνέντευξη

Αναγν. Κωδικοσ:

aga_tape_T024_07

Ημερομηνία:

3 Ιουνίου 1986

ΔΙΑΡΚΕΙΑ:

02’41”

ΤΟΠΟΣ:

Στούντιο ηχογραφήσεων Πανεπιστημίου Κρήτης

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ:

Κρητική παραδοσιακή μουσική

ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Γιώργος Αμαργιανάκης, Παντελής Μπαριταντωνάκης

ΓΛΩΣΣΑ:

Ελληνικά

ΑΔΕΙΑ:

cc

ΤΥΠΟΣ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

ΤΑΡΕ

ΘΕΣΗ ΠΡΩΤΟΤ. ΑΡΧΕΙΟΥ:

Εργαστήριο ΘΕΚΙΜΣ

ΤΥΠΟΣ:

Ηχογράφηση

Απομαγνητοφώνηση:

– Γιώργος Αμαργιανάκης: Γενικά αν σου έλεγα έτσι είσαι ευχαριστημένος με τη ζωή σου, την καλλιτεχνική τι θα ’λεγες;

– Παντελής Μπαριταντωνάκης: Στη ζωή μου Γιώργο είμαι υπέρ ευχαριστημένος! Προπαντός τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα στην Κατοχή και μικρός όταν εμάθαινα ήτανε άστα, φτώχεια… αλλά μετά την κατοχή ήκαμα φίλους, ήκαμα γλέντια, ραφιναρισμένα γλέντια…

– Γ. Α.: Ο κόσμος γενικά πώς σε έβλεπε, ας πούμε;

– Π. Μ.: Ο κόσμος όπου ’θελα με καλέσουνε να πάω, ίδια πως ήμουνα υπουργός! Λόγω τιμής! Την πρώτη φορά που πήγα στην Έμπαρο, ήσαν εκατό πενήντα νομάτοι εκεί που σταμάτησενε το λεωφορείο και μας επήρανε κι είχα τον Κοσμαδάκη τότε σας πασαδόρο. Και μας επήρανε από τη στάση του λεωφορείου και πήγαμε στο κέντρο απού παίζαμε, στο καφενείο… εκατό πενήντα νομάτοι, πρώτη φορά που πήγα. Άλλα προσπαθούσανε τρία χρόνια να με πάρουνε μάλλον τσι κορόιδεψα… αλλά ύστερα το επιμένανε, πρέπει να τονε φέρομε, πρέπει να τονε φέρομε… γιατί με άκουσε ένας από την Έμπαρο, με άκουσε στο Λασίθι, στο Ψυχρό και ήπαιζα και σου λέει «μωρέ ήκουσα έναν απ’ τη Γεράπετρο και λέγεται έτσι και πρέπει να τονε φέρομε επαέ, πρέπει να τονε φέρομε στην Έμπαρο να παίξει». Και με καλέσανε σ’ ένα γάμο και δεν επήγα. Υπήρχε μια περίπτωση και δεν εσύβασα πασαδόρο να πάμε. Εγώ πήγαινα, δεν εφοβούμουν εγώ τίποτα! Καλούνε μας την άλλη χρονιά του Σταυρού, τίποτα. Δεν τονε σύβασα αυτόν πάλι να πάμε… Ε, την τρίτη χρονιά δα ύστερα τως είπα θα ’ρθω, αν έρθω, μοναχός! Με χωρίς πάσο να ’μαι θα να ’ρθω να σας επαίξω σκέτο βιολί! Και πήγα πραγματικώς από τότε κι ήπιασα αυτό… κυκλοφόρησα βέβαια ύστερα σε όλη την Πεδιάδα.

– Γ. Α.: Ναι. Τον καιρό που ήσουνα στο χωριό, τι δουλειά έκανες, εκτός από το βιολί;

– Π. Μ.: Να σου πω, ήμουνα κουρέας στο επάγγελμα. Εξασκούσα και αγροτική δουλειά, αλλά αλαφρά… να σκάψω, να βάλω κάνα φασόλι, μιά κολοκυθιά, να ποτίσω… τέτοια.

Μετάβαση στο περιεχόμενο